-
1 σολομώντειος
σολομώντειος, -α, -οсоломонов, относящийся к царю Соломону;ΦΡ.σολομώντεια λύση η — соломоново решение – мудрое решениеΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > σολομώντειος
См. также в других словарях:
σολομώντειος — α, ο / σολομώντειος, ον, ΝΜΑ [Σολομών, ῶντος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σολομώντα («σολομώντεια λύση») μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ Σολομώντ(ε)ιον ρητό τού Σολομώντος … Dictionary of Greek